Δεν την καταλαβαίνεις, έρχεται σαν αύρα, σαν άνεμος και δεν κάνεις καμία κίνηση να φυλαχτείς. Τότε ξέρεις πως δεν υπάρχει προστασία, μόνο που το μαθαίνεις αργά αυτό κι έχεις σπαταληθεί επί χρόνια σε μία ανώφελη προετοιμασία. Έρχεται η στάχτη του τίποτα και σε κουκουλώνει και στέκεις ακίνητη να την υποδεχτείς ολόκληρη. Όλη η λογική του κόσμου κι αν μαζευτεί δεν μπορεί να σε αναγκάσει να σηκώσεις τα χέρια σου έστω για να κρύψεις τα μάτια σου. Η πιο μεγάλη λογική είναι αυτή. Όταν το μηδέν φτάσει, το χωράς μέσα σου σαν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Το καταπίνεις και σε καταπίνει. Ψηλώνεις απεριόριστα. Ακουμπάς τα πιο ανεξερεύνητα. Δεν σε νοιάζει για τίποτα, αφού είσαι στο τίποτα. Οι διαστάσεις του τεράστιες κι ας είναι ένα απλό στρόγγυλο σημαδάκι που εφευρέθηκε σαν φάρος που αναβοσβήνει.
Ούτε καν ένα βλέμμα προς τα πίσω δεν νιώθεις σαν απαραίτητο.